- ἰσοτελές
- ἰσοτελήςbearing equal burdensmasc/fem voc sgἰσοτελήςbearing equal burdensneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοτέλεστος — ἰσοτέλεστος, ον (Α) 1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα») 2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο τέλεστος μεσο τέλεστος] … Dictionary of Greek